- καθαγνίζειν
- καθαγνίζωpurifypres inf act (attic epic)καθαγνίζωpurifypres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαγνίζω — (AM καθαγνίζω) καθιστώ κάτι αγνό, εξαγνίζω, καθαρίζω («τὸν τόπον θείῳ καὶ δᾳδὶ καθαγνίζειν», Λουκιαν.) αρχ. 1. προσφέρω ως εξιλεωτική θυσία («πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας» αφού προσέφερε πάνω στην πυρά τού βωμού ως θυσία μίγμα από αλεύρι, μέλι και … Dictionary of Greek